ασύδοτος — η, ο 1. αφορολόγητος 2. αυτός που λέει και κάνει ό,τι θέλει 3. απαλλαγμένος από κάθε υποχρέωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *α σύν δοτος «εκείνος που δεν εισφέρει»] … Dictionary of Greek
Saint Catherine's Monastery, Mount Sinai — Saint Catherine Area * UNESCO World Heritage Site Country … Wikipedia
άνετος — η, ο (Α ἄνετος, ον) [ανίημι] αναπαυτικός, ξεκούραστος, βολικός, εύκολος νεοελλ. 1. (για ρούχα) όχι στενός, χαλαρός, ελαφρύς 2. απερίσπαστος, ο χωρίς έγνοιες ή εμπόδια αρχ. 1. (για ζώα) αμολητός, ελεύθερος 2. ακόλαστος, ασύδοτος 3. (για μέλη του… … Dictionary of Greek
αζάπικος — η, ο [αζάπης (Ι)] αυτός που ενεργεί αυθαίρετα ή παράνομα, ατίθασος, ασύδοτος, ανυπότακτος … Dictionary of Greek
αζάτικος — η, ο [αζάτι] 1. απειθάρχητος, ανυπότακτος, ασύδοτος 2. ο οικονομικά ανεξάρτητος … Dictionary of Greek
αζατιάτικος — η, ο [αζατιά] 1. απεριόριστος, ανεπιτήρητος, αφύλακτος 2. ανυπότακτος, αυθαίρετος, ασύδοτος … Dictionary of Greek
αλυτάρωτος — η, ο [λυτάρι] 1. ο μη δεμένος με λυτάρι, λαιμαριά (για ζώα) 2. (άνθρωπος) που δεν υποβάλλεται σε αυστηρή πειθαρχία, αμολυτός, ασύδοτος … Dictionary of Greek
απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… … Dictionary of Greek
ασυδοσία — η 1. απαλλαγή από τη συνεισφορά, ατέλεια 2. απεριόριστη και ανεξέλεγκτη ελευθερία σε λόγους ή πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασύδοτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek
ακαπίστρωτος — ακαπίστρωτος, η, ο και ξεκαπίστρωτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει καπίστρι, χαλινάρι: Είχαν αφήσει το μουλάρι ακαπίστρωτο. 2. αυτός που δεν έχει ηθικό χαλινάρι, ασύδοτος: Μερικοί από τους νέους ήθελαν να φαίνονται πως είναι ακαπίστρωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)